δικανικῆς

δικανικῆς
δικᾱνικῆς , δικανικός
skilled in pleading
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • PALATIUM — I. PALATIUM Imperatorum Regumque Aula, ut et splendidorum quorumque hominum magnificae aedes; unde nomen traxerit, dictum supra. Suidas a capite hominis recenter occisi, dum locarentur ibi fundamenta, reperto, nominis originem arcessit, quod apud …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • κόραξ — (5ος αι. π.Χ.). Ρήτορας και συγγραφέας από τις Συρακούσες. Θεωρείται ότι έγραψε την πρώτη ρητορική πραγματεία. Δεν υπάρχουν πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του, από το οποίο δεν έχει διασωθεί τίποτα. Όμως, είναι γνωστό ότι είχε ειδικευτεί στη… …   Dictionary of Greek

  • αποδεικτική διαδικασία — Η διαδικασία συλλογής του αποδεικτικού υλικού για μία δίκη. Περιλαμβάνει τον τρόπο και τα μέσα. Ειδικά στην πολιτική δικονομία, η α.δ. είναι το σύνολο των δικαστικών πράξεων που γίνονται από τους διαδίκους και από το δικαστήριο με σκοπό να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”